- Ἡφαιστόπονος
- Ἡφαιστό-πονος, ον,A wrought by Hephaestus,
ὅπλα E.IA1072
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅπλα E.IA1072
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηφαιστόπονος — ἡφαιστόπονος, ον (Α) κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («χρυσέων ὅπλων ἡφαιστοπόνων», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + πόνος «κόπος»] … Dictionary of Greek
Ἡφαιστοπόνων — Ἡφαιστόπονος wrought by Hephaestus masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηφαιστοτευχής — ἡφαιστοτευχής και διαφ. γρ. ἡφαιστοτυκής, ές (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («ἡφαιστοτευχές δέπας», Αισχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευχής (< τεύχος), πρβλ. νεο τευχής] … Dictionary of Greek
ηφαιστότευκτος — ἡφαιστότευκτος, ον (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. νεό τευκτος] … Dictionary of Greek